δαγκάνα

δαγκάνα
η [δαγκάνω]
1. η κοινή ονομασία τών ποδολαβίδων τών Καρκινοειδών
2. η τανάλια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δαγκάνα — η κάθε εξάρτημα που συλλαμβάνει κάτι σαν να το δαγκάνει, π.χ. η χηλή, η λαβίδα του αστακού, του κάβουρα, η τανάλια, η μασιά: Ο κάβουρας άρπαξε ένα ψάρι με τις δαγκάνες του. – Η τανάλια είναι άχρηστη γιατί χάλασαν οι δαγκάνες της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαγκανάρα — η και δαγκανάρι, το [δαγκάνα] η δαγκάνα …   Dictionary of Greek

  • πλεξάνα — η, Ν πλεξίδα κρεμμυδιών ή σκόρδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέξη κατά τα θηλ. σε άνα (πρβλ. μπανάνα, φαγάνα, δαγκάνα)] …   Dictionary of Greek

  • δαγκανάρι — το η δαγκάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”